prehensile$63380$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

prehensile$63380$ - translation to ελληνικό

QUALITY OF AN APPENDAGE OR ORGAN THAT HAS ADAPTED FOR GRASPING OR HOLDING
Prehensile; Prehension; Prehensibility; Semi-prehensile
  • Giraffe's prehensile [[tongue]]

prehensile      
adj. συλλήψιμος

Ορισμός

prehensile
[pr?'h?ns??l]
¦ adjective (chiefly of an animal's limb or tail) capable of grasping.
Derivatives
prehensility noun
Origin
C18: from Fr. prehensile, from L. prehens-, prehendere 'grasp', from prae 'before' + hendere 'to grasp'.

Βικιπαίδεια

Prehensility

Prehensility is the quality of an appendage or organ that has adapted for grasping or holding. The word is derived from the Latin term prehendere, meaning "to grasp". The ability to grasp is likely derived from a number of different origins. The most common are tree-climbing and the need to manipulate food.